ταραντίναρχος

ταραντίναρχος
και ταραντινάρχης, ὁ, Α
αρχηγός, επικεφαλής ίλης ελαφρού ιππικού, τής ταραντιναρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ταραντῖνοι «σώμα ιππέων» + -αρχος* / -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταραντινάρχης — ὁ, Α βλ. ταραντίναρχος …   Dictionary of Greek

  • ταραντιναρχία — ἡ, ΜΑ [ταραντίναρχος] λόχος ιππέων από 256 άντρες, διπλή επιλαρχία …   Dictionary of Greek

  • ταραντιναρχώ — έω, Α [ταραντίναρχος] είμαι αρχηγός ταραντιναρχίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”